σφῆκ'

σφῆκ'
σφῆκα , σφήξ
wasp
masc acc sg
σφῆκε , σφήξ
wasp
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • σφαιρών — ῶνος, ὁ, Α στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. σφηκ ών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”